νήδυμος

νήδυμος
νήδυμος
Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of ὕπνος (Hom.), in late poets also of Μοῦσα, Όρφεύς, ὕδωρ, ἄνθος (h. Pan., APl., Nonn.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἥδυμος `sweet' (s. ἡδύς) deformed, as one took the preceding ν ephelkystikon, which after the loss of the F was introduced as hiatus-removing (e.g. ἔχεν ἥδυμος ὕπνος B.2), to the next word. -- Leumann Hom. Wörter 44 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 14; cf. also Ruijgh L'élém. ach. 103.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νήδυμος — sweet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… …   Dictionary of Greek

  • νήδυμον — νήδυμος sweet masc/fem acc sg νήδυμος sweet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηδύμῳ — νήδυμος sweet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήδυμα — νήδυμος sweet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηδύμιος — νηδύμιος, ίη, ον (Α) [νήδυμος] ο νήδυμος …   Dictionary of Greek

  • νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …   Dictionary of Greek

  • νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… …   Dictionary of Greek

  • νηπεδανός — νηπεδανός, ή, όν (Α) ηπεδανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἡπεδανός (πρβλ. νήδυμος: ήδυμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”